- καναβιουργός
- κανᾰβιουργός, ὁ,A maker of κάναβοι, Tab.Defix.87a7 (iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καναβιουργός — ὁ (Α) επιγρ. αυτός που κατασκευάζει ξύλινους σκελετούς, καν(ν)άβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβος + ουργός (< ἔργον), αντί καν(ν)αβουργός (πρβλ. ξυλουργός, οπλ ουργός), πιθ. από επίδραση τού κάν(ν)αβις] … Dictionary of Greek